-
1 κριτηριον
τό1) способность различения, средство суждения, мерило, критерий(τὸ κ. τινος ἐν ἑαυτῷ ἔχειν Plat.; τὸ αἰσθητήριον καὴ κ. τῶν χυμῶν Arst.; τούτων κ. ἥ αἴσθησίς ἐστιν Plut.)
2) судилище, суд(κοινὸν ἐκ πάντων τῶν Ἑλλήνων κ. Polyb.; ἕλκειν τινὰ εἰς κριτήρια NT.)
3) судебное дело, тяжба(κριτήρια βιωτικά NT.)
См. также в других словарях:
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia